όλος

όλος
η , ο[ν] весь, целый;
καθ' όλον το έτός весь год, в течение всего года; δι' όλης της ημέρας (της νυκτός) весь день (всю ночь); όλοι μας (όλοι σας, όλοι τους κτλ.) все мы (все вы, все они и т. д.); § όλοι-όλοι (δλα-δλα, όλο-όλο) всего, всего-навсего, только; όλα κι' όλα только не это; всё, кроме этого; εν όλω или τό όλον всего; итого; μ' όλο πού... или μ' όλον ότι... или παρ' όλο πού... несмотря на то, что...; παρ' όλα αυτά или μ' όλ' αυτά или μ' όλα ταύτα и всё-таки, несмотря на всё это; με τα όλα του как надо; всеми силами; настойчиво; με όλη μου την καρδιά всей душой; ανάμεσα σ' όλα τ' ΰλλα а) в том числе; б) в довершение всего; μεσ' (σ)τά όλα смело, бесстрашно, презирая опасность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "όλος" в других словарях:

  • Όλος —         (holos) (греч.) целый. Целостность. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ὀλός — destructive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος …   Dictionary of Greek

  • ολός — (I) ὀλός, ὁ (Α) 1. μελάνι τής σουπιάς 2. μτφ. αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει απο συμφυρμό τών λέξεων θολός «μελάνι τής σουπιάς» και ὀρός. Κατ άλλους, η λ. ὀλός (< *salos) ανάται στην ΙΕ ρίζα *sal και συνδέεται με λατ. saliva «σάλιο», αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • όλος — η, ο 1. για ποσότητα, μέγεθος, όγκο, έκταση, ολόκληρος: Όληη παραγωγή καταστράφηκε. 2. για πλήθος προσώπων ή πραγμάτων, όλοι μαζί, χωρίς εξαίρεση: Όλατα ζωντανά πεθαίνουν. 3. ως προσδιορισμός με το άρθρο, ο όλος, η όλη, το όλο συνολικός, ολικός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὅλος — ὅλοξ masc nom sg ὅλος whole masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλούς — ὀλός destructive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλέ — ὀλός destructive masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλόν — ὀλός destructive masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Champ holistique — Holism and Evolution Holism and Evolution est un livre de Jan Smuts, politicien sud africain et ancien premier ministre de l Afrique du Sud. Dans cet ouvrage, Smuts tente de définir le terme « holisme ». Les concepts qu il développera… …   Wikipédia en Français

  • Champs Holistique — Holism and Evolution Holism and Evolution est un livre de Jan Smuts, politicien sud africain et ancien premier ministre de l Afrique du Sud. Dans cet ouvrage, Smuts tente de définir le terme « holisme ». Les concepts qu il développera… …   Wikipédia en Français


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»